- νεβροφόνος
- νεβροφόνος, -ον (Α)1. αυτός που φονεύει νεβρούς2. ως κύριο όν. Νεβροφόνοςγιος τού Ιάσονος και τής Υψιπύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. καπρο-φόνος, μηλο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.